- γεννήτρια
- ημηχανή η οποία μετατρέπει τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική: Το ψυγείο λειτουργούσε μόνο με τη γεννήτρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεννητρία — γεννητρίᾱ , γεννήτρια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννήτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννήτρια — και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια) 1. η μητέρα 2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι νεοελλ. συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού γεννήτωρ] … Dictionary of Greek
μαγνητοϋδροδυναμική γεννήτρια — Πηγή ηλεκτρικής ισχύος στην οποία δημιουργείται ένα ρεύμα ιονισμένων αερίων που ρέει με μεγάλη ταχύτητα και θερμοκρασία (ή πλάσμα) ανάμεσα στους πόλους ενός μαγνήτη. Τα ελεύθερα ηλεκτρόνια των ιονισμένων αερίων δημιουργούν ένα ρεύμα όταν… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρική γεννήτρια — Συσκευή που μετατρέπει τη θερμική ενέργεια απευθείας σε ηλεκτρική ενέργεια. Αποτελείται βασικά από δύο ανόμοια μέταλλα ή ημιαγωγούς που ενώνονται σε δύο σημεία. Αν οι επαφές έχουν διαφορετικές θερμοκρασίες, τότε μεταξύ τους αναπτύσσεται μία… … Dictionary of Greek
γεννητρίας — γεννητρίᾱς , γεννήτρια fem acc pl γεννητρίᾱς , γεννήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννήτριαν — γεννήτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρογεννήτρια — Διάταξη που χρησιμοποιείται για τον μετασχηματισμό οποιασδήποτε μορφής ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κλπ.) σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι η. ονομάζονται και ηλεκτρομηχανικές γεννήτριες, αλλά με την ευρύτερη έννοια ο όρος η. περιλαμβάνει τις… … Dictionary of Greek
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek